-
1 ἀβλαβής
ἀβλαβ-ής, ές,A without harm, i.e.,I [voice] Pass., unharmed, unhurt, Sapph. Supp.1.1, Pi.O.13.27, P.8.54, A.Th.68, X.Cyr.4.1.3, Pl.R. 342b, etc.;ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ S.El. 650
. Adv. ἀβλαβῶς, [dialect] Ion. -έως, safely,ζώειν Thgn.1154
; ἔχειν Dexipp.p.148D., cf. Arr.An.6.19.2: [comp] Sup.- έστατα X.Eq.6.1
:—securely,ἐδήσατο σάνδαλα h.Merc.83
.II [voice] Act., not harming, harmless, innocent, ; , etc.;ἀ. σπασμοί
doing no serious injury,Hp.
Epid.1.6;τὸ πρὸς ἀνθρώπους ἀ. Phld.Piet.65
: c. gen., ἀ. τῶν πλησίον Porph Sent.32: c. dat., Eus.Mynd.1. Adv. -ῶς, c. dat., without harm to,τῇ γαστρί Metrod.41
.2 averting or preventing harm,ὕδωρ Theoc.24.98
:—in Pl.Lg. 953b we have the act. and pass. senses conjoined, ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν.3 in treaties, without violating the terms, ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, coupled with δικαίως and ἀδόλως, Th.5.18 and 47 : so in Adj.,ξύμμαχοι πιστοὶ.. καὶ ἀ. IG1.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβλαβής
-
2 αβλαβής
-
3 живой
живой 1) ζωντανός \живой и невредимый σώος και αβλαβής 2) (оживлённый) ζωηρός ◇ \живойые цветы τα φυσικά λου λούδια* * *1) ζωντανόςживо́й и невреди́мый — σώος και αβλαβής
2) ( оживлённый) ζωηρός••живы́е цветы́ — τα φυσικά λουλούδια
-
4 невредимый
невредимыйприл σῶος, ἀβλαβης, ἄθικτος, ἀκέραιος:цел и невредим σῶος καί ἀκέραιος, σῶος καί ἀβλαβής. -
5 невредимый
επ., βρ: -дим, -а, -оαβλαβής, άβλαπτος•он вернулся цел и -дим αυτός γύρισε σώος και αβλαβής.
-
6 целый
επ., βρ: цел, цела, цело.1. άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχίνητος• ολόκληρος•отрежь от -ого хлеба κόψε από το αναρχίνητο ψωμί.
|| πλήρης, γεμάτος•целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί.
2. ολάκερος, ολόκληρος•-ая жизнь ολάκερη ζωή•
-ая семья ολόκληρη οικογένεια•
целый город ολόκληρη πόλη•
час, день ολόκληρη ώρα, μέρα•
-ые дниино-чи ολόκληρα μερόνυχτα•
-ое стадо ολόκληρο κοπάδι• целый целый ящик, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσουβάλι•
это целый -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη•
в -ом мире σ ολόκληρο τον κόσμο.
3. ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο•единое -ое ενιαίο όλο.
4. αβλαβής, άθικτος• απείραχτος, άγγιχτος• ακέραιος•стакан упал, но остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)•
все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα.
5. (μαθ.) ακέραιος•-ое число ο ακέραιος αριθμός.
ουσ. ο ακέραιος (αριθμός).εκφρ.целый и невредим ή цел и невредим – σώος και αβλαβής. -
7 στάσιμος
στάσιμος, ον, selten 3 Endgn, – 1) zum Stehen bringend, αἵματος, blutstillend, Hippocr. – 2) zum Stehen gebracht, festgestellt, feststehend, unbeweglich; Plat. Theaet. 180 b; στάσιμον αὐτὴν τὴν κίνησιν προςαγορεύειν, Soph. 256 b; στασιμώτερον ἐκείνου, Tim. 58 e; auch adv., στασιμωτέρως βέβηκε, 55 e; ὕδωρ, stehendes Wasser, Xen. Oec. 20, 11; καὶ ἀβλαβής, Pol. 11, 29, 10, vom Meere; τὸ στάσιμον τῆς ἵππου, die feste, schwere Reiterei, im Ggstz der leichten numidischen, 3, 65, 6. Dah. von Menschen, standhaft, fest, καὶ φρόνιμος ἄνϑρωπος, Pol. 27, 13, 10; βαϑύτερος τῇ φύσει καὶ στασιμώτερος μᾶλλον ἢ τολμηρότερος, 21, 5, 5; οἱ μαχιμώτατοι καὶ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν, die am besten Stand halten, 15, 16, 4; τὸ στάσιμον, Standhaftigkeit, Festigkeit, 6, 58, 13 u. öfter; – ἁρμονία, ruhig, Arist. probl. 19, 49, die Tonweise, die sonst ὑποδωριστί hieß; – ἀργύριον, ausstehendes, auf Zinsen stehendes Geld, in Solon's Gesetzen bei Lys. 10, 18: τὸ ἀργύριον στάσιμον εἶναι ἐφ' ὅσον ἂν βούληται ὁ δανείζων, wo Lys. erkl. οὐ ζυγῷ ἱστάναι, ἀλλὰ τόκον πράττεσϑαι; – τὸ στάσιμον, mit und ohne μέλος, in der Tragödie ein Chorgesang, entweder, weil er im ununterbrochenen Zusammenhange ohne Unterbrechung durch andere nicht zum Chorgesange gehörige Verse fortlief, also von der Stätigkeit seiner rhythmischen Natur benannt, Herm. Arist. poet. 12, 8, elem. metr. p. 724 ff, od. im Ggstz zur πάροδος, weil er vom Chor gesungen wurde, nachdem dieser seinen Stand in der Orchestra eingenommen hatte, vgl. epit. metr. p. 266; eben so steht στάσις μελῶν Ar. Ran. 1314; ἔν τινι στασίμῳ Ath. XIII, 592. – 3) gewogen, wägbar, Sp.
-
8 живой
επ., βρ: жив, -а, -о.1. ζωντανός•он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•
-ая рыба ζωντανό ψάρι•
пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•
-ое существо ζωντανό πλάσμα•
живой труп ζωντανό πτώμα•
взять -ым πιάνω ζωντανό•
похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.
|| (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.
2. ζωικός, οργανικός•-ая природа ζωική φύση•
-ая материя ζωική ύλη.
|| ζωηρός•живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•
живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
смех ζωηρό γέλιο•
-ые глаза ζωηρά μάτια•
-ые краски ζωηρά χρώματα•
-ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.
|| ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.3. πραγματικός, ζωντανός•живой пример ζωντανό παράδειγμα•
4. εκφραστικός• σαφής•-ое повествование εκφραστική διήγηση.
5. αξέχαστος, άσβεστος.εκφρ.живой вес – ζωντανό βάρος•- ая вода – το αθάνατο νερό•- ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•- ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•- ая рана – ανοιχτή πληγή•- ая связь – άμεση σύνδεση•- ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•- це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•-го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•-ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•на -ую руку – στα γρήγορα•ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•-ое место, – παλ. πιασμένη θέση•брать (взять) за - – όθ•задеть ή затронуть – κ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη). -
9 здравый
επ., βρ: здрав, -а, -о.1. λογικός, σωστός, σώφρονας, ορθόφρονας•здравый ум ή мысль κοινός νους, συνήθης αλλά υγιής σκέψη. -Οβ•
суждение η κοινή αλλά σωστή κρίση.
2. παλ. υγιής, γερός.εκφρ.здрав и невредим – σώος και αβλαβής•в -ом уме и тврдой памяти – με εχεφροσύνη (ορθοφροσύνη) και σταθερότητα. -
10 целость
-и θ.1. ακεραιότητα, ολότητα• το άθικτο•сохранить все вещи вцелостьи φυλάγω όλα τα πράγματα άθικτα•
целость и неприкосновенность границ η ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων.
2. η εσωτερική ενότητα, το εν ιαίο.εκφρ.вцелостьи и сохранности (ή невредимости) – σώος και αβλαβής. -
11 στάσιμος
στάσιμος, ον, (1) zum Stehen bringend, αἵματος, blutstillend; (2) zum Stehen gebracht, festgestellt, feststehend, unbeweglich; ὕδωρ, stehendes Wasser; καὶ ἀβλαβής, vom Meere; τὸ στάσιμον τῆς ἵππου, die feste, schwere Reiterei, im Ggstz der leichten numidischen. Dah. von Menschen: standhaft, fest; οἱ μαχιμώτατοι καὶ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν, die am besten Stand halten; τὸ στάσιμον, Standhaftigkeit, Festigkeit; ἁρμονία, ruhig, die Tonweise, die sonst ὑποδωριστί hieß; ἀργύριον, ausstehendes, auf Zinsen stehendes Geld, ; τὸ στάσιμον, mit und ohne μέλος, in der Tragödie ein Chorgesang, entweder, weil er im ununterbrochenen Zusammenhange ohne Unterbrechung durch andere nicht zum Chorgesange gehörige Verse fortlief, also von der Stetigkeit seiner rhythmischen Natur benannt, im Ggstz zur πάροδος, weil er vom Chor gesungen wurde, nachdem dieser seinen Stand in der Orchestra eingenommen hatte; (3) gewogen, wägbar -
12 уцелеть
уцеле||тьсов (παρα)μένω ἄθικτος, γλυτώνω (άμ-τ.), μένω σώος καί ἀβλαβης / (остаться нетронутым)/ ἐπιζώ (остаться в живых):дом \уцелетьл при пожаре τό σπίτι γλύτωσε ἀπό τήν πυρκαϊά. -
13 целый
цел||ыйприл1. (неповрежденный) άθικτος:остаться \целыйым и невредимым μένω σώος καί ἀβλαβής·2. (весь целиком) ὁλόκληρος, ὁλάκερος/ ἀκέραιος (нетронутый)! γεμάτος (полный):\целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί· на тарелке осталась \целыйая бу́лка στό πιάτο Εμεινε ἕνα ὀλο-κληρο φραντζολάκι· \целый город ὀλοκληρη ἡ πόλη· \целый день ὁλάκερη μέρα· по \целыйым леделям ἐπί ὁλόκληρες ἐβδομάδες· в \целыйом мире не найти ἀλλοῦ πουθενά δέν θά βρής· \целый ряд вопросов ὀλοκληρη σειρά ζητημάτων. -
14 σώος
ώα, ο[ν] целый, невредимый;σώος καί αβλαβής — целый и невредимый
-
15 safe and sound
(unharmed: He returned safe and sound.) σώος και αβλαβής -
16 уцелеть
-ю, -еешьρ.σ. (παρα)μένω άθικτος, απείραχτος. || γλυτώνω. || επιζώ, σώζομαι, μένω σώος και αβλαβής. -
17 невредимый
-
18 ἀ-κέραιος
ἀ-κέραιος ( κεράννυμι), ungemischt, rein, οἶνος Diosc.; οἴνου δύναμις Ath. II, 45 e; χρυσός Plut.; in ursprünglicher Reinheit u. Vollständigkeit, unversehrt, integer (ὁλόκληρος, σῶος, ἀβλαβής, VLL.), πόλις Her. 3, 146; Isocr. 4, 98; γῆ, nicht verwüstet, Thuc. 2, 18; Plat. Critia 111 b; χώρα Dem. 1, 28; δύναμις Thuc. 3, 3; σκηναὶ ἀκ. καὶ σῶαι Xen. Cyr. 4, 5, 2; noch nicht ermüdet, An. 6, 3, 9; mit dem gen., ἄπειρον καὶ ἀκέραιον κακῶν ἠϑῶν Plat. Rep. III, 409 a; vgl. Eur. Or. 920; πάϑους ἀκέραιον ἦϑος καὶ ἄϑικτον Plut. virt. doc. posse 1; ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί Matth. 10, 16. Häufig braucht das Wort Polyb.: νῆες, φάλαγξ, frisch, die noch nicht im Kampf gewesen, 1, 28. 1, 34; ἐξ ἀκεραίου, von frischem, de integro, 24, 4, 10; βουλεύεσϑαι, προςπίπτειν, 9, 31. 6, 24; ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν 2, 2, 10. – Adv. ἀκεραίως, unversehrt, Cic. Att. 13, 21.
-
19 ἀκέραιος
A pure, unmixed, ;οἶνος Dsc.5.6
;ἀργύριον Poll.3.86
, etc.; untouched, γῆ, νομή, Pl.Criti. 111b, Arist.HA 575b3; unalloyed,ἡδοναί Epicur.Sent.12
.2 of persons, pure in blood, E.Ph. 943.II unharmed, unravaged,ἀ. ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν Hdt.3.146
;γῆ Th.2.18
;χώρα D.1.28
; δύναμις, of an army, in full force, Th.3.3; of troops, fresh, X.An.6.5.9, Plb.1.40.12, etc.; of property, untouched,οὐσία D.44.23
; ἐᾶν τι ἀσινὲς καὶ ἀ. IG3.1418f; of a person, Persae.Stoic.1.99.2 metaph., pure, inviolate,ἀκέραιον ὡς σῴσαιμι Μενέλεῳ λέχος E.Hel.48
; [τέχνη] ἀβλαβὴς καὶ ἀ. Pl. R. 342b; complete, perfect,φαντασίαι Phld.D.3.8
;ἐλπίς Plb.6.9.3
;ὁρμαί Id.1.45.2
.3 of persons, uncontaminated, guileless, E.Or. 922; incorruptible,κριτής D.H.7.4
: c. gen.,ἀ. κακῶν ἠθῶν Pl.R. 409a
, cf. Men.Epit. 489; unprejudiced, with an open mind, Plb.21.31.12.4 ἐξ ἀκεραίου anew, Id.23.4.10; while matters are undecided, Idd.6.24.9; ἀκέραιον ἐᾶν leave alone, Id.2.2.10; εἰς -ον ἀποκαθιστάναι, = Lat. in integrum restituere, IG14.951. Adv. - ως, of payment, in full, Cic. Att.15.21.2; unreservedly, Phld.Lib. p.57O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέραιος
-
20 ἀ-κραιφνής
ἀ-κραιφνής, ές (schon VLL. ἀ-κεραιο-φανής = ἀκέραιος), 1) unvermischt, rein, αἷμα Eur. Hec. 532; ὕδωρ ἀκρ. B. A. 23, 81 aus Ar., erkl. τὸ ἀμιγὲς καὶ καϑαρόν; auch von der Frau, Alc. 1052, u. oft so übertr. bei Sp., wie πενίη (pure Armuth), Long. 1 (VI, 191). – 2) dah. unversehrt (ἀβλαβής), τῶν κατηπειλημένων, von den Drohungen, Soph. O. C. 1149; so Thuc. συμμαχία 1, 19; νῆες, frische Schiffe, 1, 52; oft D. Hal. u. Sp. – Adv. - φνῶς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek
διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
σκουατίνα — (squatina squatina). Γένος ψαριών της οικογένειας των Σκουατινίδων. Τα ψάρια αυτά ζουν στον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, σε μέτρια βάθη. Ψαρεύεται συχνά στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστό και με τα ονόματα αγγελόψαρο. Το σώμα του είναι… … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
Τελευτίας — Επιφανής Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου. Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 387 π.Χ.) υπήρξε περισσότερο από 2 χρόνια ναύαρχος του στόλου των Λακεδαιμονίων. Κατά το 391 έγινε κύριος του Κορινθιακού κόλπου και έτσι με τη … Dictionary of Greek
ανάνιος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι… … Dictionary of Greek
ούλω — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * οὔλω και, κατά τον Ησύχ., οὐλῶ, έω (Α) 1. είμαι ολόκληρος, ακέραιος ή υγιής,… … Dictionary of Greek